λούρα

λούρα
η
(λ. λατ.), βέργα: Το άλογο άρχισε να τρέχει μόλις το χτύπησε με τη λούρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λούρα — η 1. μεγάλο λουρί 2. λεπτός και ευθύς βλαστός δένδρου ή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουρί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μπουκάλ α)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”